- τεθριπποβάμων
- τεθριππο-βάμων [ᾱ], ονος, ὁ, = sq., τ. στόλος,A = τέθριππον, E.Or. 989 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεθριπποβάμων — ονος, ὁ, Α φρ. «τεθριπποβάμων στόλος» το τέθριππο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. ουρανο βάμων] … Dictionary of Greek
τεθριπποβάμονι — τεθριπποβά̱μονι , τεθριπποβάμων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)